ἰσόνομος

ἰσόνομος
ἰσόνομος
where all have equal rights
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἰσόνομος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόνομος — η, ο (Α ἰσόνομος, ον) 1. (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («δίκαιος και ισόνομος πολιτεία», Πλάτ.) 2. αυτός που απολαμβάνει ισονομία αρχ. φρ. «χαλκὸς ἰσόνομος» χαλκός στο άρτιο, αντίθ. τού «χαλκὸς οὗ διαλλαγή» …   Dictionary of Greek

  • ισόνομος — η, ο αυτός που παρέχει ή απολαμβάνει ισονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσόνομον — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem acc sg ἰσόνομος where all have equal rights neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμου — Ἰσόνομος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμου — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμους — Ἰσόνομος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμους — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμων — Ἰσόνομος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμων — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”